παρεξαιρώ

παρεξαιρώ
-έω, ΜΑ [εξαιρώ]
1. βγάζω κάτι από τη μέση, εξάγω, αφαιρώ («μίαν μακράν [συλλαβήν] παρεξελών», Τζέτζ.)
2. μέσ. παρεξαιροῡμαι
λαμβάνω με εκλογή, εκλέγω και παίρνω («παρεξελόμενοι οἰκήματα εἰς ἀπόθεσιν τῶν σκευῶν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεξαίρω — Α 1. σηκώνω, υψώνω κοντά («βακτηρίας... ἅς παρεξαίροντας εἰς τὴν ἐπιφάνειαν... σώζεσθαι», Στράβ.) 2. παθ. παρεξαίρομαι α) υψώνομαι β) επαίρομαι («παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως», Σκύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξαίρω «υψώνω»] …   Dictionary of Greek

  • παρεξαρθέντες — παρεξαίρω thrust up aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξαίροντας — παρεξαίρω thrust up pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”