- παρεξαιρώ
- -έω, ΜΑ [εξαιρώ]1. βγάζω κάτι από τη μέση, εξάγω, αφαιρώ («μίαν μακράν [συλλαβήν] παρεξελών», Τζέτζ.)2. μέσ. παρεξαιροῡμαιλαμβάνω με εκλογή, εκλέγω και παίρνω («παρεξελόμενοι οἰκήματα εἰς ἀπόθεσιν τῶν σκευῶν»).
Dictionary of Greek. 2013.